Οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν να ζηλέψουν από τους Ευρωπαίους την οργάνωση, τη σκληρή δουλειά και την ολοκληρωμένη Παιδεία. Από ταλέντο δεν υστερούν
Τις σκέψεις του για την κρίση που «έβγαλε στην επιφάνεια τον κρυμμένο εαυτό της χώρας και των ανθρώπων της», αλλά που ως «μια θλιβερή κατάσταση δεν φαίνεται έως στιγμής να μπορεί να γεννήσει τέχνη», μοιράζεται ο ηθοποιός Δημοσθένης Παπαδόπουλος με αφορμή την παράσταση «Το στρίψιμο της βίδας», βασισμένης στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς, που σκηνοθετεί ο ίδιος στο Θέατρο Άνεσις και η οποία κάνει πρεμιέρα την Τρίτη 10 Ιανουαρίου.
Διαπιστώνει πως «το θέατρο και γενικότερα η τέχνη περνά μεγάλη κρίση σε ολόκληρη την Ευρώπη» και δεν διστάζει να ομολογήσει πως, «ακόμα και αν φανεί κυνικό ή απαισιόδοξο, η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Ο ρόλος του καλλιτέχνη στην κοινωνία εξασθενεί εδώ και χρόνια όλο και περισσότερο. Είναι λυπηρό. Αυτό είναι ένα πολύ αρνητικό γεγονός στην εποχή μας. Είναι δείγμα μεσαίωνα».
Ο ίδιος συνεχίζει ακόμα να σοκάρεται από τον εγωισμό και την αγένεια, να τρομάζει από τον ερασιτεχνισμό και την ημιμάθεια, αλλά προσπαθεί να «παραμένει παιδί, αθώος και ανοιχτός» απέναντι στα κείμενα, τα έργα και τους ανθρώπους. Επιμένει πως «μόνο προσωπικά μπορείς να μιλήσεις μέσω της τέχνης» και αποκαλύπτει πως ο ίδιος σκηνοθετώντας παρατηρεί επί της ουσίας τον εαυτό του.
Συνέντευξη στη Μάνια Ζούση
* Πριν από μερικά χρόνια βρεθήκατε στο Βερολίνο όπου ζήσατε για καιρό και συνεργαστήκατε με γερμανικά θέατρα. Επιστρέψατε και επιλέξατε τη σκηνοθεσία αντί της υποκριτικής. Γιατί φύγατε και πόσο ίδια ή διαφορετική βρήκατε τη χώρα και τους ανθρώπους της;
Έφυγα γιατί ήθελα να γνωρίσω καινούργια πράγματα. Χρειαζόμουν ανανέωση. Νέες προκλήσεις. Κάτι καινούργιο να με κινητοποιήσει. Με την επιστροφή μου στην Ελλάδα είδα τη χώρα και τους ανθρώπους αλλαγμένους. Προς το χειρότερο φυσικά. Μιζέρια, οικονομική εξαθλίωση, αλλά και εγωισμός, φθόνος, μοιρολατρία. Στην πορεία κατάλαβα ότι δεν άλλαξε ούτε η χώρα ούτε οι άνθρωποι. Απλά η κρίση έβγαλε στην επιφάνεια τον κρυμμένο εαυτό της χώρας και των ανθρώπων. Το περιτύλιγμα είχε σκιστεί και αποκαλύφθηκε το μίζερο εσωτερικό. Αυτό που κρυβόταν τόσα χρόνια κάτω από τα φρου – φρου και τα αρώματα.
* Τι σας σοκάρει και τι σας τρομάζει σήμερα εδώ; Τι σας ηρεμεί και σας γοητεύει;
Με σοκάρει ο εγωισμός και η αγένεια. Με τρομάζει ο ερασιτεχνισμός και η ημιμάθεια. Με ηρεμεί ένα ποτό σε κάποια μπαράκια στο κέντρο της Αθήνας, ένα καλό φαγητό με φίλους, μία βόλτα στον ήλιο. Με γοητεύει το διπλό πρόσωπο της πόλης. Η μεταμόρφωση του μπετονένιου τέρατος της μέρας στη μοιραία και σαγηνευτική πόρνη της νύχτας. Η Αθήνα είναι μία πόλη που συνδυάζει χαρακτηριστικά που σπάνια τα βρίσκεις σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις.
* Τι σας άφησε η συνάντηση με το ευρωπαϊκό και το γερμανικό θέατρο; Σας λείπει κάτι από αυτήν έτσι ώστε να επιστρέφατε;
Με έκανε πιο δυνατό. Επίσης με γνώρισε με συγγραφείς με τους οποίους δεν είχα ως τότε ασχοληθεί. Με έκανε να έρθω πιο κοντά σε μια επαγγελματική πρακτική ως προς τη σκηνοθεσία. Με έφερε κοντά σε μία γλώσσα που τη θεωρώ εξίσου σημαντική με την ελληνική. Φυσικά και θα επιστρέψω και φυσικά ήταν μία πολύ μεγάλη εμπειρία για τη ζωή μου και για τη δουλειά μου».
* Πόσο δυνατός και καταλυτικός παραμένει ο ρόλος του καλλιτέχνη απέναντι στην εποχή;
Ίσως φανεί κυνικό ή απαισιόδοξο, αλλά ποτέ δεν πίστεψα ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Ο ρόλος του καλλιτέχνη στην κοινωνία εξασθενεί εδώ και χρόνια όλο και περισσότερο. Είναι λυπηρό. Αυτό είναι ένα πολύ αρνητικό γεγονός στην εποχή μας. Είναι δείγμα μεσαίωνα. Το μόνο όμως που μπορεί να κάνει ένας καλλιτέχνης είναι να θέσει κάποια ερωτήματα. Ούτε δρόμους μπορεί να ανοίξει, ούτε απαντήσεις οφείλει να δώσει.
* Πόσο άλλαξε ή πόσο ίδιο παραμένει το θέατρο στην Ελλάδα από τότε που φύγατε; Οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν κάτι να ζηλέψουν από τους Ευρωπαίους;
Ομολογώ ότι δεν έχω παρακολουθήσει στενά το ελληνικό θέατρο τα τελευταία έξι χρόνια που έλειπα. Απ’ όσο όμως μπορώ να κρίνω από συζητήσεις με φίλους ή από τις λίγες παραστάσεις που έχω δει, σίγουρα έχει αλλάξει προς το χειρότερο. Ίσως είναι και αναπόφευκτο κάτι τέτοιο, όταν πια οι περισσότεροι καλλιτέχνες δεν μπορούν να ζήσουν από το επάγγελμά τους. Αυτό οδηγεί σε προχειρότητα, σε ερασιτεχνισμό, σε γενικότερη μιζέρια. Δεν ήρθε ακόμα ίσως ο καιρός που αυτή η θλιβερή κατάσταση θα γεννήσει τέχνη. Όπως συνέβαινε παλιότερα σε ανάλογες περιπτώσεις. Ίσως δεν έρθει ποτέ αυτός ο καιρός. Θα δείξει. Νομίζω όμως ότι το θέατρο και γενικότερα η τέχνη περνά μεγάλη κρίση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν είναι ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται μόνο στην Ελλάδα. Οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν να ζηλέψουν από τους Ευρωπαίους την οργάνωση, τη σκληρή δουλειά και την ολοκληρωμένη Παιδεία. Από ταλέντο δεν υστερούν.
* Ένας ελεύθερος συνειρμός πάνω στο έργο του Χένρι Τζέιμς, γράφει ο υπότιτλος της παράστασης «Το στρίψιμο της βίδας» που σκηνοθετείτε στο «Άνεσις». Σε τι συνίσταται αυτός ο ελεύθερος συνειρμός;
Το μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς είναι πολυεπίπεδο. Είναι ένα κείμενο που επιδέχεται πολλές ερμηνείες και σε αυτό ακριβώς οφείλεται το γεγονός ότι πρόκειται για ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας. Αφήνει τον αναγνώστη να κάνει τους δικούς του συνειρμούς. Η Ιστορία είναι σαν ένα αίνιγμα που μπορεί να έχει πολλαπλές εξηγήσεις. Διαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο έκανα κι εγώ τους δικούς μου συνειρμούς. Η διασκευή και η παράσταση βασίζεται στα δευτερόλεπτα του αόριστου και περίεργου φόβου που αισθάνεται κάποιος πριν πάρει την απόφαση να εκτεθεί και να αφεθεί συναισθηματικά, ερωτικά ή ακόμα και σεξουαλικά. Στον φόβο αυτόν που μας έχει φορεθεί από την κοινωνία, τη θρησκεία και τον πουριτανισμό. Πρόκειται για τον εφιάλτη ή την άγρια περιπέτεια που βιώνει κανείς αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα.
* Ποια είναι τα στοιχεία του μυθιστορήματος που σας γοήτευσαν και πώς γίνονται σκηνική αφήγηση;
Δεν αντιμετώπισα καθόλου το κείμενο σαν θρίλερ. Παρ’ όλο που πολύ το θεωρούν ως τέτοιο. Έχουν γίνει μάλιστα και ταινίες θρίλερ βασισμένες στο βιβλίο. Είδα την Ιστορία σαν ένα ψυχαναλυτικό ταξίδι της ηρωίδας. Με ερέθισαν πολύ οι προβολές της ηρωίδας πάνω στα παιδιά. Οι έννοιες της αθωότητας και της αγνότητας ως αξίες που καθορίζονται από την κοινωνία και τη θρησκεία και πως αυτές καθορίζουν τον χαρακτήρα μας και προκαλούν τους φόβους μας. Τα υποτιθέμενα φαντάσματα της Ιστορίας τα αντιμετωπίζω ως κομμάτια του καταπιεσμένου εαυτού της ηρωίδας. Το τρομακτικό στην ιστορία δεν είναι η ύπαρξη φαντασμάτων αλλά ότι η ηρωίδα βλέπει κομμάτια του εαυτού της και τα αποκαλεί φαντάσματα γιατί φοβάται να τα αντιμετωπίσει. Στην παράσταση, λοιπόν, τα φαντάσματα είναι ορατά επί σκηνής. Ως οι άλλοι εαυτοί.
* Πόσο προσεγγίζετε τα κείμενα βιωματικά και πόσο αντλείτε από την ερμηνευτική σας διαδρομή ως ηθοποιός;
Ως σκηνοθέτης καλούμαι κάθε φορά να αφηγηθώ μία ιστορία και αυτό που με αφορά είναι να αφηγούμαι σωστά το παραμύθι. Προσπαθώ να είμαι παιδί. Αθώος και ανοιχτός ως προς το κείμενο, αλλά και ως προς τους συνεργάτες. Το κείμενο, βέβαια, πρέπει να χτυπάει άμα τη αναγνώσει κάποια χορδή μέσα μου. Η ιστορία που διηγείται πρέπει να συνδέεται με κάποιον τρόπο με κάτι δικό μου. Νομίζω ότι μόνο προσωπικά μπορείς να μιλήσεις μέσω της τέχνης. Ο σκηνοθέτης δηλαδή δίνει τη δική του ερμηνεία στην ιστορία. Βάζει τα δικά του ερωτηματικά. Το γεγονός ότι είμαι και ηθοποιός ίσως βοηθά στη σχέση μου με τους ηθοποιούς. Στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν ξεχώρισα τις δύο αυτές λειτουργίες. Ο καλός ηθοποιός είναι μ’ έναν τρόπο και σκηνοθέτης. Και ο σωστός σκηνοθέτης πρέπει να είναι μ’ έναν τρόπο και ηθοποιός. Σκηνοθετώντας παρατηρώ επί της ουσίας τον εαυτό μου από έξω.