To Στρίψιμο της βίδας: Φαντάσματα (και άλλα δαιμόνια) στο Θέατρο Άνεσις

ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, 4/1/2017

Από την Ιλειάνα Δημάδη

 

Ιστορία τρόμου; Ψυχολογικό θρίλερ; Αλληγορία για τους εσωτερικούς μας δαίμονες; Όπως κι αν έχει, από τις 10/1 το Θέατρο Άνεσις στοιχειώνεται από δύο ορφανά παιδιά, μια αινιγματική γκουβερνάντα και πολλά φαντάσματα. Διότι το «Στρίψιμο της βίδας» του Χένρι Τζέιμς ανεβαίνει από τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο με τη Θάλεια Ματίκα και τον Ιάσονα Παπαματθαίου. Λίγο πριν από την πρεμιέρα «ανακρίνουμε» τους βασικούς συντελεστές του.

Γύρω από το αναμμένο τζάκι, μια παρέα ακούει με κομμένη την ανάσα μια πολύ παράξενη ιστορία για μια γκουβερνάντα, η οποία αρχίζει να βλέπει απειλητικά οράματα όταν αναλαμβάνει τη φροντίδα δύο ορφανών παιδιών σε ένα παλιό ερημικό σπίτι… Έτσι ξεκινά το «Στρίψιμο της βίδας», η παράδοξη αυτή ιστορία φαντασμάτων του Χένρι Τζέιμς, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1898 κι έκτοτε στοιχειώνει την παγκόσμια λογοτεχνία, ενώ έχει μεταφερθεί στο θέατρο, στην όπερα, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση – χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η ομότιτλη όπερα του Μπέντζαμιν Μπρίτεν (1954 ) όσο και οι ταινίες «Οι αθώοι» (1961 ) με την Ντέμπορα Κερ και «Οι άλλοι» (2001 ) με τη Νικόλ Κίντμαν.

Στο Άνεσις θα δούμε τη νουβέλα του Τζέιμς να ζωντανεύει στη θεατρική διασκευή και σκηνοθεσία του Δημοσθένη Παπαδόπουλου. Ας σημειωθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που το «Στρίψιμο της βίδας» μεταφέρεται στο ελληνικό θέατρο. η εξαιρετική παράσταση του Θωμά Μοσχόπουλου στον Εξώστη του Αμόρε το 2000, με τους Άννα Μάσχα και Αργύρη Ξάφη, αποτελεί σημείο αναφοράς. «Δεν θα δείτε μια απλή θεατρική διασκευή. Είναι περισσότερο ένας ελεύθερος ή αυθαίρετος συνειρμός», μας προϊ­δεάζει ο σκηνοθέτης της τωρινής παράστασης Δημοσθένης Παπαδόπουλος. «Διαβάζοντας το έργο, με συνεπήραν πολύ περισσότερο ο φόβος και οι προβολές της νεαρής γκουβερνάντας πάνω στα παιδιά παρά η ύπαρξη φαντασμάτων. Ο Τζέφρι Χάτσερ, που διασκεύασε πρώτος το έργο για το θέατρο, αναφέρει ότι τα φαντάσματα δεν πρέπει να παρουσιαστούν επί σκηνής. Γιατί αν παρουσιαστούν σημαίνει ότι υπάρχουν. Στην παράστασή μας τα φαντάσματα υπάρχουν. Είναι ο κρυμμένος εαυτός των ηρώων. Της γκουβερνάντας και του θείου. Οι πλευρές του εαυτού τους που φοβούνται να φανερώσουν. Το τρομακτικό στο έργο δεν είναι η ύπαρξη των φαντασμάτων, αλλά­ ότι ο καταπιεσμένος εαυτός των ηρώων εμφανίζεται και οι ήρωες τον αποκαλούν φάντασμα».

Έργο για δύο πρόσωπα και πολλούς εαυτούς: Η μία εκ των δύο πρωταγωνιστών της παράστασης, η Θάλεια Ματίκα, διευκρινίζει: «Η γκουβερνάντα που υποδύομαι είναι μια καταπιεσμένη γυναίκα. Έχει μεγαλώσει σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον πουριτανισμού κι έχει γαλουχηθεί με ακραία συντηρητικές αντιλήψεις. Όταν, λοιπόν, φτάνει στην έπαυλη γοητευμένη από τον κύριο του σπιτιού, ο οποίος είναι απών, οι φοβίες της βγαίνουν στην επιφάνεια και προσωποποιούνται στα άτομα που την περιβάλλουν». Φαντάσματα θα δούμε τελικά; «Σύμφωνα με την πλειονότητα των ανθρώπων της σύγχρονης κοινωνίας, φαντάσματα δεν υπάρχουν», διαπιστώνει η Θάλεια Ματίκα. «Για τη γυναίκα που υποδύομαι όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Εκφράζει μια τόσο έντονη συναισθηματικά επιχειρηματολογία για τα πράγματα που βλέπει και αφουγκράζεται, που σε παρασύρει σε ένα παιχνίδι ακροβασίας μεταξύ λογικής και παράνοιας. Εκεί ίσως ξεκινάει το στρίψιμο της βίδας των θεατών. Καθένας μπορεί να κάνει τους δικούς του συνειρμούς πάνω στην ιστορία που παρακολουθεί χωρίς να είναι ποτέ σίγουρος για το τι συμβαίνει πραγματικά. Η υποκειμενική αντίληψη είναι διαφορετική για καθέναν από τους ήρωες που εμφανίζονται επί σκηνής. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, κάτι ανάλογο φαντάζομαι ότι θα ισχύει και για τους θεατές».

Είναι ένα αινιγματικό θρίλερ για δυνατούς λύτες. «Όλα ξεκινούν από την ερωτική έλξη της γκουβερνάντας και του θείου», μας εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Και όλα εξελίσσονται σαν ένα άγριο κι εφιαλτικό παραμύθι μέσα στο ερωτικά και σεξουαλικά καταπιεσμένο μυαλό της ηρωίδας. Ο φόβος. Η απωθημένη επιθυμία. Ο τρόμος μπροστά στη συναισθηματική σύνδεση. Ο πουριτανισμός. Τα κοινωνικά και θρησκευτικά “πρέπει”. Οι ψυχαναλυτικοί καθρέφτες. Η πολλαπλότητα του εαυτού. Το κακό μέσα μας. Το κακό στον άλλον. Οι προβολές. Η καχυποψία. Η προκατάληψη. Ένα τρομακτικό όνειρο που ξεδιπλώνεται ψυχαναλυτικά με τη μορφή ενός παραμυθιού. Με τη μορφή ενός ονείρου. Ενός εφιάλτη. Ενός ζωγραφικού πίνακα. Ή ακόμη και με τη μορφή ενός δημοτικού τραγουδιού».

O Ιάσων Παπαματθαίου, γιος του γνωστού ηθοποιού Τάκη Παπαματθαίου, μας λέει για τη συμμετοχή του στο «Στρίψιμο»: «Μετά τον ενθουσιασμό ήρθε ο φόβος στη σκέψη ότι πρέπει να τα βγάλω εις πέρας με τέσσερις διαφορετικούς ρόλους σε ένα έργο τόσο ωραίο κι ενδιαφέρον. Κατά τη διάρκεια των προβών όμως συνειδητοποίησα ότι δεν είναι ακριβώς τέσσερις ρόλοι αλλά ένας, ο άντρας, σε αντιστοιχία με τον ρόλο της Θάλειας που είναι η γυναίκα. Αυτοί οι δύο ρόλοι μπλέκονται σε ένα παιχνίδι εξερεύνησης ο ένας του άλλου. Σε ένα μάλλον επικίνδυνο παιχνίδι. Όλα είναι διφορούμενα. Μπλέκεται το συνειδητό με το υποσυνείδητο. Το μητρικό με το σεξουαλικό, το συντροφικό με το φιλικό, με έναν τρόπο θαυμάσιο. Για μένα σίγουρα δεν είναι μια ιστορία φαντασμάτων, είναι μια ιστορία­ των εσωτερικών μας δαιμόνων. ­Είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ».

Η ειρωνεία είναι πως, μολονότι­ το «Στρίψιμο τη βίδας» μπορεί να προκαλέσει ανατριχίλες ακόμη και στους πιο κυνικούς, για τον ίδιο τον συγγραφέα του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «μια διασκέδαση», «ένα προϊόν καθαρής εφευρετικότητας και ψυχρού καλλιτεχνικού σχεδιασμού»! Πάντως, ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος παραδέχεται ότι αφέθηκε στην ιστορία και λειτούργησε συνειρμικά και αυθαίρετα. «Έβαλα τα φαντάσματα επί σκηνής», μας λέει και συμπληρώνει: «Άλλαξα τα ονόματα των ηρώων. Πείραξα την πλοκή. Κράτησα από το μυθιστόρημα του Τζέιμς κομμάτια που εξυπηρετούν τη δική μου σύνδεση με την ιστορία και άφησα στην άκρη άλλα. Έφτιαξα το δικό μου όνειρο. Τον δικό μου εφιάλτη. Σαν να ξάπλωνα στον καναπέ του ψυχαναλυτή. Άφησα τον εαυτό μου να μπει ελεύθερα μέσα στο βιβλίο κι έκανα τους δικούς μου ελεύθερους συνειρμούς. Ελπίζω με το κείμενο και την παράσταση να κάνετε κι εσείς τους δικούς σας…»